- φορμαλισμός
- Ηθική κατά την οποία, όπως και σε εκείνη του Καντ, η θέληση επιβάλλει στον εαυτό της μια αρχή ενέργειας, που έχει αξία, όχι για το περιεχόμενό της, όπως π.χ. η ιδέα του καλού, αλλά για τη μορφή της. Φ. είναι και σύστημα μεταφυσικής, που εξηγεί τη νόηση της φύσης με μορφές ή νόμους της σκέψης, μια τάση να παίρνει κανείς υπόψη του περισσότερο τη μορφή παρά το περιεχόμενο. Στις καλές τέχνες ο φ. είναι μέθοδος αντίθετη προς τον ρεαλισμό, που προϋποθέτει τεχνητή απόσταση της μορφής από το περιεχόμενο. Με τον φ. εκφράζεται ο υποκειμενισμός στην ερμηνεία των μορφών και των μεθόδων της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο φ. εκδηλώθηκε κυρίως μέσα στα πλαίσια του φουτουρισμού, του ντανταϊσμού και της αφηρημένης τέχνης.
* * *ο, Ν1. (φιλοσ.) μεταφυσικό φιλοσοφικό σύστημα σύμφωνα με το οποίο υπερεκτιμάται η μορφή εις βάρος τού περιεχομένου και επιχειρείται η κατανόηση και, σε ακραία περίπτωση, η παραγωγή τής αντικειμενικής πραγματικότητας μέσω τών τύπων τής λογικής ή τών νόμων τής σκέψης, αλλ. τυποκρατία2. (στις θετ. επιστήμες) αντίληψη σύμφωνα με την οποία η πρόοδος αυτών τών επιστημών στηρίζεται περισσότερο στην ανάπτυξη τού συστήματος μαθηματικής διατύπωσης τών νόμων τους και λιγότερο στη διερεύνηση τών δεδομένων τών αισθήσεων3. (καλ. τεχν.) αντίληψη και τεχνοτροπία που δίνει προτεραιότητα στην καλλιτεχνική μορφή και στην αισθητική αντίδραση την οποία προκαλεί, μέσω αυτής, το έργο τέχνης και σχεδόν αγνοεί το περιεχόμενό του και τη διασύνδεσή του με τη ζωή4. (ηθ.) αντίληψη και πρακτική σύμφωνα με την οποία το άτομο επιβάλλει στον εαυτό του μια συμπεριφορά τής οποίας η αξία πηγάζει όχι από το περιεχόμενο τού ηθικού νόμου, αλλά από τον τρόπο τής διατύπωσής του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. formalism < formal (< λατ. formalis < forma «μορφή») + κατάλ. -ism].
Dictionary of Greek. 2013.